Η πρώτη αναφορά χρήσης προεμφυτευτικού ελέγχου (PGD) έγινε το 1990 από τον Handyside και τους συνεργάτες του και από τότε η τεχνική εφαρμόζεται ευρέως στον χώρο της εξωσωματικής . Ενδεικτικά κάποιες από τις ενδείξεις του προεμφυτευτικού ελέγχου είναι οι ανευπλοειδίες , μονογονιδιακά νοσήματα ( β μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία ). Έχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές που αφορούν τόσο σε βιοψία εμβρύου ή και ωαρίου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την βιοψία των εμβρύων και προεμφυτευτική γενετική διάγνωση κυρίως σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας ή και γυναίκες οι οποίες έχουν ιστορικό πολλαπλών αποτυχημένων προσπαθειών εμφύτευσης ή και επαναλαμβανόμενων αποβολών. Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του 2011 στην οποία αναφέρονται δεδομένα 10ετίας για τον προεμφυτευτικό έλεγχο από τα μεγάλα κέντρα παγκοσμίως και αφορούν σε ένα σύνολο 27,630 κύκλων η ένδειξη σε ποσοστό 61% ήταν για έλεγχο ανευπλοειδιων, 17% για μονογονιδιακά νοσήματα, 16% για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, 4% για φυλετικά σχετιζόμενα νοσήματα και 2% για επιλογή φύλου ή για κοινωνικούς λόγους. Ο προεμφυτευτικός έλεγχος λοιπόν έχει καθιερωθεί στον χώρο της εξωσωματικής παγκοσμίως , θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι χρειάζεται προσεκτική επιλογή των ζευγαριών στα οποία εφαρμόζεται χωρίς να γίνεται κατάχρηση.